- υβριστικώς
- ὑβριστικῶς ΝΜΑ, και υβριστικά Νβλ. υβριστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑβριστικῶς — ὑβριστικός given to wantonness adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβριστικός — ή, ό / ὑβριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑβρίζω] (για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν. γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
ονειδιστικός — ή, ό (Α ὀνειδιστικός, ἡ, όν) [ονειδιστής] προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός. επίρρ... ονειδιστικώς και ά (Α ὀνειδιστικῶς) με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς … Dictionary of Greek
προσεκχλευάζω — Α [ἐκχλευάζω] περιγελώ ακόμη πιο πολύ, εμπαίζω επιπροσθέτως («ὑβριστικῶς προσκεχλαυακώς ὑμᾱς φανήσεται», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
σκατάς — ο, Ν μτφ. (υβριστικώς) παλιάνθρωπος, λέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. άς (πρβλ. κερατ άς)] … Dictionary of Greek
υβρικώς — Α επίρρ. με προσβλητικό τρόπο, υβριστικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *ὑβρικός] … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek